καρκινος

καρκινος
    καρκίνος
    (ῐ) ὅ (поэт. pl. тж. κάρκινα)
    1) зоол. рак или краб Batr., Plat., Arst. etc.
    

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν погов. Arph. — никогда ты не научишь рака идти прямо

    2) астр. Рак (созвездие) Plut.
    3) раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.
    4) щипцы, клещи
    

(λήψεται ὅ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.)

    κ. πυραγρέτης Anth. — кузнечные клещи

    5) циркуль
    

(ὅ κυκλογραφῶν κ. Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καρκινος" в других словарях:

  • Καρκίνος — crab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνος — crab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — ο 1. κάβουρας: Βαδίζει σαν καρκίνος. 2. κακοήθης όγκος: Τον έστειλαν στην Αμερική για να θεραπευτεί από τον καρκίνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Καρκίνος ἔμμορε τιμῆς. — Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Κ(κ)αρκίνος ἔμμορε τιμῆς. См. На безрыбьи и рак рыба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καρκίνω — καρκίνος crab masc nom/voc/acc dual καρκίνος crab masc gen sg (doric aeolic) καρκίνος crab neut nom/voc/acc dual καρκίνος crab neut gen sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνοιο — καρκίνος crab masc gen sg (epic) καρκίνος crab neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνοις — καρκίνος crab masc dat pl καρκίνος crab neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνοισι — καρκίνος crab masc dat pl (epic ionic aeolic) καρκίνος crab neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνον — καρκίνος crab masc acc sg καρκίνος crab neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνου — καρκίνος crab masc gen sg καρκίνος crab neut gen sg καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg καρκινόω make crab like imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»